ὁλκαίῃ

ὁλκαίῃ
ὁλκαία
fem dat sg (epic ionic)
ὁλκαῖος
drawn along
fem dat sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὁλκαίη — ὁλκαία fem nom/voc sg (epic ionic) ὁλκαῖος drawn along fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ολκαία — ὁλκαία, ιων. τ. ὁλκαίη, ἡ (Α) βλ. ολκαίος …   Dictionary of Greek

  • ολκαίος — ὁλκαῑος, αία, ον, ιων. τ. θηλ. ὁλκαίη (Α) [ολκή] 1. (για πλοίο) αυτός που σύρεται, που ρυμουλκείται 2. (για φίδι) αυτός που έρπει 3. (για δρόμο) οφιοειδής («ἕρπει ἀτραπὸν ὁλκαίην δολιχῷ μηρύγματι γαστρός», Νίκ.) 4. αλλεπάλληλος, διαδοχικός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”